- κυνηγετικός
- -ή, -ό (AM κυνηγετικός, -ή, -όν) [κυνηγέτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κυνηγό ή στο κυνήγι («κυνηγετικό όπλο»)2. ο ικανός και έμπειρος στο κυνήγι (α. «κυνηγετικά σκυλιά» β. «οὐδέ γε κύνας πᾱς ἐπίσταται θεραπεύειν, ἀλλ' ὁ κυνηγετικός», Πλάτ.)3. το θηλ. ως ουσ. η κυνηγετικήη τέχνη τού κυνηγιούαρχ.1. (το αρσ. ως κύρ. όν.) Κυνηγετικόςτίτλος έργου τού Ξενοφώντος2. (το ουδ. πληθ. ως κύρ. όν.) Τὰ κυνηγετικάποίημα τού Οππιανού.επίρρ...κυνηγετικώςμε τον τρόπο τού κυνηγού.
Dictionary of Greek. 2013.